άλοφος

άλοφος
(alophus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιανιδών. Πρόκειται για μικρό σκαθάρι (κάνθαρος), μεγέθους 0,5 έως 1 εκ., γκριζωπού χρώματος, χωρίς φτερά. Το ρύγχος του είναι μακρύτερο από το κεφάλι, λίγο καμπυλωμένο και με αυλάκι στη μέση. Οι κεραίες του είναι λεπτές και μετρίου μεγέθους, τα μάτια του είναι τοποθετημένα εγκάρσια, οι κνήμες δεν έχουν αγκάθια και τα έλυτρα είναι μακρουλά και ελλειψοειδή σε όλα τα είδη του. Γνωστότερα είδη είναι o ά. ο τριγωνικός, που συναντάται βόρεια και νότια του Ισημερινού και ο ά. ο σκαρδαμύσσων, που ζει και στην Ελλάδα, κυρίως πάνω στα φυτά γαλακίδες.
* * *
-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) [λόφος]
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άλοφος — άλοφος, η, ο και αλόφωτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόφους: Η περιοχή που βρισκόμασταν ήταν εντελώς άλοφη. 2. αυτός που δεν έχει λοφίο: Φορούσαν περικεφαλαίες, αλλά άλοφες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλοφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλοφον — ἄλοφος masc/fem acc sg ἄλοφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλόφως — ἄλλοφος without a crest adverbial (epic) ἄλλοφος without a crest masc/fem acc pl (epic doric) ἄλοφος adverbial (epic) ἄλοφος masc/fem acc pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοφον — ἄλλοφος without a crest masc/fem acc sg (epic) ἄλλοφος without a crest neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλοφος masc/fem acc sg (epic) ἄλοφος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORCI Galea — apud Homer. Il. ε. v. 845. ubi de Minerva, Δῦν᾿ Α᾿ΐδος κυνέην, μὴ μὰν ἴδοι ὄβριμος Α῎ρης. Inducit Orci galeam, ne ipsam videret potens Mars. Nebula est densissima, quâ se Dii condebant apud Poetas, cum conspicui esse nollent. Metaphorâ desumptâ a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοφος — without a crest masc/fem nom sg (epic) ἄλοφος masc/fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”