άλοφος — άλοφος, η, ο και αλόφωτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόφους: Η περιοχή που βρισκόμασταν ήταν εντελώς άλοφη. 2. αυτός που δεν έχει λοφίο: Φορούσαν περικεφαλαίες, αλλά άλοφες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλοφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλοφον — ἄλοφος masc/fem acc sg ἄλοφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλόφως — ἄλλοφος without a crest adverbial (epic) ἄλλοφος without a crest masc/fem acc pl (epic doric) ἄλοφος adverbial (epic) ἄλοφος masc/fem acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοφον — ἄλλοφος without a crest masc/fem acc sg (epic) ἄλλοφος without a crest neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλοφος masc/fem acc sg (epic) ἄλοφος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… … Hofmann J. Lexicon universale
ORCI Galea — apud Homer. Il. ε. v. 845. ubi de Minerva, Δῦν᾿ Α᾿ΐδος κυνέην, μὴ μὰν ἴδοι ὄβριμος Α῎ρης. Inducit Orci galeam, ne ipsam videret potens Mars. Nebula est densissima, quâ se Dii condebant apud Poetas, cum conspicui esse nollent. Metaphorâ desumptâ a … Hofmann J. Lexicon universale
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
ἄλλοφος — without a crest masc/fem nom sg (epic) ἄλοφος masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)